- πυρασφάλεια
- ηασφάλεια κατά των ατυχημάτων από φωτιά: Αρχειοθήκες πυρασφαλείας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυρασφάλεια — η, Ν 1. η ασφάλεια στην περίπτωση ατυχημάτων που προκαλούνται από πυρκαγιά 2. συνεκδ. η πυρασφαλιστική εταιρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + ασφάλεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ουρανοξύστης — Πολυώροφο κτίριο με ύψος κατά πολύ ανώτερο από το μέσο όρο. Η ονομασία προέρχεται από τη μετάφραση του αγγλικού όρου sky scraper. Ποικίλοι είναι οι λόγοι που, σε ορισμένες αστικές περιοχές, επέβαλαν την κατασκευή ο. Από τους πιο σημαντικούς είναι … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
πυρασφαλιστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρασφάλεια («πυρασφαλιστική εταιρεία» εταιρεία που ασχολείται με τις ασφάλειες στις περιπτώσεις ατυχημάτων που προξενούνται από πυρκαγιά). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + ασφαλιστικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833… … Dictionary of Greek
πυρασφαλιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην πυρασφάλεια: Πυρασφαλιστική εταιρεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)